top of page

Χρίστος Τουλούρας

Γεννήθηκα το 1973 στην Αμμόχωστο. Έχω κάνει σπουδές στον τομέα της διοίκησης επιχειρήσεων στη Θεσσαλονίκη και στο Λέστερ της Αγγλίας. Είχα αρχίσει να γράφω διηγήματα από πολύ νωρίς, χωρίς ωστόσο να έχω δημοσιεύσει οτιδήποτε μέχρι το 2009 όταν συνεργάστηκα, για πρώτη φορά με τη «Νέα Εποχή», το ιστορικό λογοτεχνικό περιοδικό της Κύπρου. Από τότε, εκτός από διηγήματα έχω γράψει νουβέλες και μυθιστορήματα. Η πρώτη νουβέλα μου, «Θαλασσήλια του έρωτα» (2010), έχει μεταφραστεί στο Λονδίνο και κυκλοφορεί στα αγγλικά, ενώ με τη δεύτερη «Ο ελαιώνας των δακρύων» (2010), έχω εκπροσωπήσει το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού στο Διεθνές φεστιβάλ Βιβλίου της Βουδαπέστης. Το 2016 έχω εκδώσει στην Κύπρο το μυθιστόρημά μου «Οι νύχτες του κορμοράνου» το οποίο ήταν υποψήφιο για το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας.

 

  ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ 

    Οι νύχτες του κορμοράνου 

Κυριακή, 20/05

ώρα: 16:45 μ.μ.

ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΣΚΗΝΗ

 

Παρουσίαση από την Αθηνά Τέμβριου, λογοτέχνη-μεταφράστρια, και συζήτηση με τον συγγραφέα.

Συντονισμός: Γιώτα Δημητρίου (Δημοσιογράφος)

 

ΟΙ ΝΥΧΤΕΣ ΤΟΥ ΚΟΡΜΟΡΑΝΟΥ

«Όσο περνούσε η ώρα, έμπαιναν ολοένα και περισσότεροι στον καφενέ και αργότερα γέμισε τόσο, που ο καφετζής δυσκολευόταν να περάσει ανάμεσα στα τραπέζια για να σερβίρει. Οι δυνατές ομιλίες και τα χαχανητά έσμιγαν με τους κρότους των προπόσεων και του ταβλιού. Τα τσιγάρα θόλωναν την ατμόσφαιρα, τα χνώτα ποτισμένα με φτηνό κονιάκ και καπνό ανάδιναν μια μπόχα που την αισθάνονταν έντονα όσοι έμπαιναν εκείνη την ώρα μέσα. Ήταν και εκείνη η οσμή της φτώχειας και της στέρησης, ολόγυρα… Μύριζε καμένο ρετσίνι. Η ζέστη της ξυλόσομπας, το οξυγόνο που καιγόταν, οι ώρες που πέθαιναν… Η αίθουσα ήταν πνιγερή. Ζωή σε ασφυξία. Οι καιροί αναστέναζαν».

Κάπου σ’ ένα χωριό της Αμμοχώστου στους πρόποδες της Καντάρας, τη δεκαετία του ’40. Μια μίζερη ζωή, πολλά αδιέξοδα, αποτυχημένοι έρωτες. Ο κεντρικός ήρωας της ιστορίας, ο Θεοφίλης, αφήνει πίσω τους φόβους του και αποφασίζει να μπαρκάρει μαζί με άλλους νέους του χωριού, σ’ ένα κυνήγι του ονείρου. Κατάληξη του ταξιδιού η Αργεντινή του Χουάν Περόν και των πολλών ευκαιριών.

Εκεί, σκληρή δουλειά, οικογένεια, παιδιά. Τα χρόνια περνούν. Ή μήπως οι άνθρωποι περνούν…; Ο Θεοφίλης, καθισμένος σ’ ένα παγκάκι με σκουριασμένες βίδες, βρίσκεται αντιμέτωπος και πάλι με τα αδιέξοδα και τους φόβους του. «Έκανε μια λιακάδα που του θύμισε τον τόπο του, στο τέλος της Άνοιξης. Σκέφτηκε πως όλες οι Κυριακές του κόσμου είναι το ίδιο έρημες, όπως στο χωριό, στο Βαρώσι, στο πλοίο που τους έφερε, ακόμα και στο Μπουένος Άιρες των χιλιάδων κατοίκων και των ξέφρενων ρυθμών ζωής. Έβγαλε την ταμπακέρα του και τύλιξε τσιγάρο με τον ίδιο εγγλέζικο καπνό που κάπνιζε στο νησί του. Τον βρήκε εκεί στο Σαν Τέλμο όπου έμενε∙ τον ίδιο καπνό, στο ίδιο ακριβώς περιτύλιγμα και είχε μείνει έκπληκτος όταν τον πρωτοείδε στο ράφι του ψιλικατζίδικου της γειτονιάς. Ήταν η εποχή που ο κόσμος άρχισε να μικραίνει, πριν να φτάσει αργότερα να γίνει μια γειτονιά».

Ο Θεοφίλης γερνά, σκουριάζει όπως η βίδες στο παγκάκι που καθότανε εκείνη τη θλιμμένη Κυριακή. Έρχεται το τέλος… To μυαλό του είναι κουρασμένο. Πώς ήταν η ζωή του άραγε; Η ζωή του, «που λίγο πριν κλείσει τα μάτια του τού φάνηκε πως είχε διαρκέσει, όλα κι όλα, δέκα λεπτά».

bottom of page